ἄμοτον

ἄμοτον
ἄμοτον
insatiably
indeclform (adverb)
ἄμοτος
insatiably
masc/fem acc sg
ἄμοτος
insatiably
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άμοτον — ἄμοτον επίρρ. (Α) 1. ακατάπαυστα, αδιάκοπα, συνεχώς 2. βίαια, σφοδρά, ορμητικά 3. ακλόνητα, ακίνητα, σταθερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικος τ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < ἀ αθροιστ. + μόθος «μάχη». Πιο αληθοφανής η άποψη που διακρίνει στον τ. επίθ. σε τος με …   Dictionary of Greek

  • άμοτος — ἄμοτος, ον (AM) [ἄμοτον] βίαιος, σφοδρός, μανιασμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”